- σάλαγο
- το , σάλαγος ο1) гам, гомон; 2) шум (от прогоняемого стада); 3) понукание (скота)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σάλαγο — το, Ν ο σάλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σάλαγος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σάλαγος — ο, Ν [σαλαγώ] 1. θόρυβος, βοή πλήθους ανθρώπων ή αγέλης ζώων που βρίσκονται σε κίνηση («σκώνοντ άλλα με σάλαγο απάνου», Κρυστ.) 2. η κραυγή τού βοσκού προς τα βοσκήματα για σταμάτημα ή για αλλαγή κατεύθυνσης … Dictionary of Greek
σάλαγος — σάλαγος, ο και σάλαγο, το 1. βουή, θόρυβος που προκαλείται από ομάδα ανθρώπων ή ζώων. 2. κραυγή που απευθύνεται προς τα ζώα για να σταματήσουν ή να ξεκινήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτεροδέρνομαι — (για πουλιά), δέρνομαι με τα φτερά μου, φτεροχτυπιέμαι: Άρχισαν να πετούν εμπρός στις φωλιές τους, να φωνάζουν απελπιστικά και να φτεροδέρνονται με συγχυσμένο σάλαγο (Α. Καρκαβίτσας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)